προνομιούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προνομιούχος < προνόμι(ο) + -ούχος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική privilégié[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.no.miˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐νο‐μι‐ού‐χος
Επίθετο
επεξεργασίαπρονομιούχος, -α, -ο.
- που έχει ή που απολαμβάνει προνόμια ή μια ιδιαίτερη μεταχείριση
- ⮡ η πιστωτική κάρτα της τράπεζάς μας θα σας κάνει να αισθάνεστε προνομιούχοι
Εκφράσεις
επεξεργασία- (οικονομία) προνομιούχες μετοχές: όσες μετοχές παρέχουν περισσότερα προνόμια
- Οι προνομιούχες μετοχές είναι εκείνες που παρέχουν στον κομιστή τους επιπλέον προνόμια σε σχέση με τις κοινές μετοχές όσον αφορά την προτεραιότητα στη διανομή μερίσματος, στη συμμετοχή τους στις ΑΜΚ και στην περίπτωση διάλυσης της επιχείρησης, αλλά συνήθως στερούνται του δικαιώματος ψήφου στη Γενική Συνέλευση και άρα στη λήψη των σοβαρών αποφάσεων της επιχείρησης. Επίσης σε περιπτώσεις που μια εταιρία παρουσιάζει μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων, στην πρώτη κερδοφόρο χρήση που θα παρουσιάσει και που θα μπορεί να μοιράσει μέρισμα, οι κάτοχοι των προνομιούχων μετοχών δικαιούνται να λάβουν σωρρευτικό μέρισμα και για τις προηγούμενες χρήσεις (Πηγή: Χρηματιστήριο Αθηνών)
- Κοινές και όχι προνομιούχες μετοχές θα λάβει ως αντάλλαγμα το ελληνικό Δημόσιο για την κεφαλαιακή ενίσχυση πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (εφημερίδα Τα Νέα, 17/9/2011)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προνομιούχος
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρονομιούχος αρσενικό
- αυτός που έχει προνόμια
Μεταφράσεις
επεξεργασία προνομιούχος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προνομιούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας