προκομμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προκόβω
Μετοχή
επεξεργασίαπροκομμένος
- εργατικός και νοικοκύρης
- (οικείο) (ειρωνικό), (συνήθως με κτητική αντωνυμία) ανεπρόκοπος
- ακόμα να ξυπνήσει η προκομμένη σου;
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προκομμένος