Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρεβαντόριο τα πρεβαντόρια
      γενική του πρεβαντόριου
πρεβαντορίου
των πρεβαντόριων
πρεβαντορίων
    αιτιατική το πρεβαντόριο τα πρεβαντόρια
     κλητική πρεβαντόριο πρεβαντόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρεβαντόριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική préventorium < préventeur < prévention < λατινική praeventio < praeventum, αιτιατική σουπίνο του praevenio < prae- + venio (κατ’ αναλογίαν με το σανατόριο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pre.vaˈnto.ri.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρε‐βα‐ντό‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρεβαντόριο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία