πρεβεντόριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρεβεντόριο | τα | πρεβεντόρια |
γενική | του | πρεβεντόριου & πρεβεντορίου |
των | πρεβεντόριων & πρεβεντορίων |
αιτιατική | το | πρεβεντόριο | τα | πρεβεντόρια |
κλητική | πρεβεντόριο | πρεβεντόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρεβεντόριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική préventorium < préventeur < prévention < λατινική praeventio < praeventum, αιτιατική σουπίνο του praevenio < prae- + venio
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρεβεντόριο ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του πρεβαντόριο
Πηγές
επεξεργασία- πρεβεντόριο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρεβεντόριο
|