Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυστερίνη οι πολυστερίνες
      γενική της πολυστερίνης των πολυστερινών
    αιτιατική την πολυστερίνη τις πολυστερίνες
     κλητική πολυστερίνη πολυστερίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυστερίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polystyrene[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polystyrène[1] < αρχαία ελληνική πολύς + λατινική styrax / storax < αρχαία ελληνική στύραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυστερίνη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι και συντομομορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 πολυστερίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)