Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στυρένιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Ομώνυμα / Ομόηχα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στυρένι
ο
τα
στυρένι
α
γενική
του
στυρενί
ου
&
στυρένι
ου
των
στυρενί
ων
αιτιατική
το
στυρένι
ο
τα
στυρένι
α
κλητική
στυρένι
ο
στυρένι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στυρένιο
<
αγγλική
styrene
<
styrax
(ή
storax
) +
-ene
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στυρένιο
ουδέτερο
μονομερές των
πολυστυρολίων
και πολλών
συμπολυμερών
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
στυρόλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στυρένιο
αγγλικά
:
styrene
(en)