στυρόλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στυρόλιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστυρόλιο ουδέτερο
- μονομερές των πολυστυρολίων και πολλών συμπολυμερών
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία στυρόλιο
|