πολυκριτηριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυκριτηριακός < πολυ- + κριτηριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiobjective)
Επίθετο επεξεργασία
πολυκριτηριακός
- που αποτελείται από πολλά κριτήρια ή προκύπτει αφού ληφθούν υπόψη ή εξεταστούν πολλά κριτήρια
- ※ Πολυκριτηριακός προγραμματισμός σε συνθήκες αβεβαιότητας: ανάπτυξη συστήματος υποστήριξης αποφάσεων και εφαρμογή στον ενεργειακό σχεδιασμό (https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/12475)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυκριτηριακός