Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κριτηριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κριτηριακ
ός
η
κριτηριακ
ή
το
κριτηριακ
ό
γενική
του
κριτηριακ
ού
της
κριτηριακ
ής
του
κριτηριακ
ού
αιτιατική
τον
κριτηριακ
ό
την
κριτηριακ
ή
το
κριτηριακ
ό
κλητική
κριτηριακ
έ
κριτηριακ
ή
κριτηριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κριτηριακ
οί
οι
κριτηριακ
ές
τα
κριτηριακ
ά
γενική
των
κριτηριακ
ών
των
κριτηριακ
ών
των
κριτηριακ
ών
αιτιατική
τους
κριτηριακ
ούς
τις
κριτηριακ
ές
τα
κριτηριακ
ά
κλητική
κριτηριακ
οί
κριτηριακ
ές
κριτηριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κριτηριακός
<
κριτήριο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
κριτηριακός
που έχει
σχέση
με
κριτήρια
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
πολυκριτηριακός
→
δείτε
τις λέξεις
κριτήριο
και
κρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κριτηριακός