Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλαστίδιο τα πλαστίδια
      γενική του πλαστιδίου
πλαστίδιου
των πλαστιδίων
    αιτιατική το πλαστίδιο τα πλαστίδια
     κλητική πλαστίδιο πλαστίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαστίδιο < πλάστ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο: (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πλαστίδιον < πλάστ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαστίδιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία