πλαστίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαστίδιο < πλάστ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο: (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πλαστίδιον < πλάστ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαστίδιο ουδέτερο
- (βοτανική) οργανίδιο με διάμετρο 3-6 μm, που βρίσκεται στα φυτά και τα φύκη, φέρει διπλή μεμβράνη και είναι υπεύθυνο για τη φωτοσύνθεση, την αποθήκευση του αμύλου και τη σύνθεση διαφόρων ουσιών
Συγγενικά
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πλαστίδιο στη Βικιπαίδεια