αμυλοπλάστης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμυλοπλάστης αρσενικό
- (βιολογία, βοτανική) τύπος έγκλειστων κυττάρων που βρίσκονται σε φυτικούς ιστούς ως όργανα αποθήκευσης όπως απαντώνται π.χ. στις πατάτες.
Σημειώσεις επεξεργασία
- πολλοί επιστήμονες σήμερα πιστεύουν ότι οι αμυλοπλάστες εκτός από αποθηκευτικοί χώροι βοηθούν στο γεωτροπισμό των φυτών, δηλαδή στη κατεύθυνση των ριζών προς τα κάτω μέσα στο έδαφος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμυλοπλάστης
|