φύκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φύκος | τα | φύκη |
γενική | του | φύκους | των | φυκών |
αιτιατική | το | φύκος | τα | φύκη |
κλητική | φύκος | φύκη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φύκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φῦκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐κος
- ομόηχο: φίκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φύκος ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του φύκι
- → δείτε και τον ταξινομικό όρο Φύκη
Μεταφράσεις επεξεργασία
φύκος
|