περισχοίνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περισχοίνισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περισχοίνισμα στη σημασία του περισχοινισμός < αρχαία ελληνική περισχοινίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερισχοίνισμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία περισχοίνισμα
|
περισχοίνισμα
|
Πηγές
επεξεργασία- λήμματα περισχοίνισμα, νημάτωμα - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | περισχοίνισμᾰ | τὰ | περισχοινίσμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | περισχοινίσμᾰτος | τῶν | περισχοινισμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | περισχοινίσμᾰτῐ | τοῖς | περισχοινίσμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | περισχοίνισμᾰ | τὰ | περισχοινίσμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | περισχοίνισμᾰ | περισχοινίσμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περισχοινίσμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περισχοινισμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περισχοίνισμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περισχοινίζω, περισχοινισ- + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερισχοίνισμα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- το μέρος χώρου (όπως δικαστηρίου) που έχει διαχωριστεί με περισχοινισμό, με σκοινί
Συγγενικά
επεξεργασία- περισχοινισμός
- → δείτε τις λέξεις περισχοινίζω, περί και σχοῖνος
Πηγές
επεξεργασία- περισχοίνισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.