νημάτωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /niˈma.to.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νη‐μά‐τω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
νημάτωμα ουδέτερο
- (λαογραφία) η τελετουργική περιτύλιξη ναού ή άλλου κτηρίου με νήμα, για αποτροπή δαιμονικών κ.ά. επηρειών, επιδημιών κ.λπ.
- ※ Αυλάκωναν γύρω γύρω την «απειλούμενη» πόλη ή το χωριό που κινδύνευε, τρεις φορές συνήθως με αλέτρι που το έσερναν δύο δαμάλια (μικρά μοσχάρια) που είχαν γεννηθεί από την ίδια αγελάδα ή ήταν δίδυμα, για να εμποδιστεί η επήρεια του κακού. Ύστερα από το όργωμα έθαβαν μαζί με το αλέτρι, ζωντανά ή σφαγμένα τα δύο δαμάλια στο σημείο όπου είχε ξεκινήσει και τελειώσει το αυλάκι και πάνω εκεί τοποθετούσαν σταυρό, πέτρα ή στήλη. Ο τάφος αυτός ονομαζόταν (ε)γκαίνια και η ενέργεια (ε)γκαίνιασμα. Άλλες φορές αντί για το αυλάκι χρησιμοποιούσαν ειδικό νήμα με το οποίο περικύκλωναν το χωριό και την εκκλησία του (νημάτωμα). (www.protothema.gr, 15.08.2021)
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νημάτωμα
|