Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νημάτωμα τα νηματώματα
      γενική του νηματώματος των νηματωμάτων
    αιτιατική το νημάτωμα τα νηματώματα
     κλητική νημάτωμα νηματώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νημάτωμα < νήμα + -ωμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /niˈma.to.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νη‐μά‐τω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νημάτωμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία