ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περισχοινισμός οἱ περισχοινισμοί
      γενική τοῦ περισχοινισμοῦ τῶν περισχοινισμῶν
      δοτική τῷ περισχοινισμ τοῖς περισχοινισμοῖς
    αιτιατική τὸν περισχοινισμόν τοὺς περισχοινισμούς
     κλητική ! περισχοινισμέ περισχοινισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περισχοινισμώ
γεν-δοτ τοῖν  περισχοινισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περισχοινισμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περισχοινίζω, περισχοινισ- + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περισχοινισμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία