περισχοινισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | περισχοινισμός | οἱ | περισχοινισμοί | ||||
γενική | τοῦ | περισχοινισμοῦ | τῶν | περισχοινισμῶν | ||||
δοτική | τῷ | περισχοινισμῷ | τοῖς | περισχοινισμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | περισχοινισμόν | τοὺς | περισχοινισμούς | ||||
κλητική ὦ! | περισχοινισμέ | περισχοινισμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περισχοινισμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περισχοινισμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περισχοινισμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περισχοινίζω, περισχοινισ- + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερισχοινισμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- περισχοίνισμα
- → δείτε τις λέξεις περισχοινίζω, περί και σχοῖνος
Πηγές
επεξεργασία- περισχοινισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.