πατσαβούρα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πατσαβούρα | οι | πατσαβούρες |
γενική | της | πατσαβούρας | — | |
αιτιατική | την | πατσαβούρα | τις | πατσαβούρες |
κλητική | πατσαβούρα | πατσαβούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πατσαβούρα < βενετική spazzadura (ιταλικά spazzatura) < spazzare < λατινική spatiari, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος spatior < spatium < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (τεντώνω, τραβώ)
Ουσιαστικό
πατσαβούρα θηλυκό
- τεμάχιο υφάσματος για καθαρισμό σκευών ή επίπλων
- (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε βρόμικο, παλιό ή άχρηστο ύφασμα (ή άλλο υλικό)
- (μεταφορικά, μειωτικό, υβριστικό) κοπέλα χαζή ή ανήθικη
- (μεταφορικά) εφημερίδα κίτρινου τύπου
Συγγενικά
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
πατσαβούρα
Πηγές
- πατσαβούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πατσαβούρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)