Ετυμολογία

επεξεργασία
πατσαβουριάζω < πατσαβούρα + -ιάζω < βενετικά spazzadura (ιταλικά spazzatura) < spazzare < λατινικά spatiari, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος spatior < spatium < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (τεντώνω, τραβώ)

πατσαβουριάζω (παθητική φωνή: πατσαβουριάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία