παλιοπατσαβούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλιοπατσαβούρα < παλιο- + πατσαβούρα < βενετικά spazzadura (ιταλικά spazzatura) < spazzare < λατινικά spatiari, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος spatior < spatium < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (τεντώνω, τραβώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλιοπατσαβούρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλιοπατσαβούρα
|