παραλογιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραλογιστικός < παραλογισμός + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
παραλογιστικός
- που έχει σχέση με παραλογισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραλογιστικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραλογιστικός < παραλογίζομαι + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
παραλογιστικός
Πηγές επεξεργασία
- παραλογιστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραλογιστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.