Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραλογίζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραλογίζομαι
<
αρχαία ελληνική
παράλογος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pa.ɾa.loˈʝi.zo.me
/
Ρήμα
επεξεργασία
παραλογίζομαι
(
αποθετικό ρήμα
)
σκέφτομαι
,
μιλώ
ή
ενεργώ
με παράλογο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία
παραλογητό
παραλογισμός
παραλογιστικός
παράλογο
παράλογος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραλογίζομαι
γαλλικά
:
déraisonner
(fr)
,
divaguer
(fr)
,
dérailler
(fr)