παραβαλβιδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραβαλβιδικός < παρα- + βαλβιδικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paravalvular)
Επίθετο επεξεργασία
παραβαλβιδικός
- (ιατρική, ανατομία) που έχει σχέση με (προβλήματα που αφορούν) την περιοχή δίπλα ή γύρω από την βαλβίδα της καρδιάς ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραβαλβιδικός