Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαλβιδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαλβιδικ
ός
η
βαλβιδικ
ή
το
βαλβιδικ
ό
γενική
του
βαλβιδικ
ού
της
βαλβιδικ
ής
του
βαλβιδικ
ού
αιτιατική
τον
βαλβιδικ
ό
τη
βαλβιδικ
ή
το
βαλβιδικ
ό
κλητική
βαλβιδικ
έ
βαλβιδικ
ή
βαλβιδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαλβιδικ
οί
οι
βαλβιδικ
ές
τα
βαλβιδικ
ά
γενική
των
βαλβιδικ
ών
των
βαλβιδικ
ών
των
βαλβιδικ
ών
αιτιατική
τους
βαλβιδικ
ούς
τις
βαλβιδικ
ές
τα
βαλβιδικ
ά
κλητική
βαλβιδικ
οί
βαλβιδικ
ές
βαλβιδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαλβιδικός
<
βαλβίδα
+
-ικός
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
valvular
)
Επίθετο
επεξεργασία
βαλβιδικός
που έχει
σχέση
με τη
βαλβίδα
(της
καρδιάς
) ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
παραβαλβιδικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαλβιδικός
αγγλικά
:
valvular
(en)