↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλβιδικός η βαλβιδική το βαλβιδικό
      γενική του βαλβιδικού της βαλβιδικής του βαλβιδικού
    αιτιατική τον βαλβιδικό τη βαλβιδική το βαλβιδικό
     κλητική βαλβιδικέ βαλβιδική βαλβιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλβιδικοί οι βαλβιδικές τα βαλβιδικά
      γενική των βαλβιδικών των βαλβιδικών των βαλβιδικών
    αιτιατική τους βαλβιδικούς τις βαλβιδικές τα βαλβιδικά
     κλητική βαλβιδικοί βαλβιδικές βαλβιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλβιδικός < βαλβίδα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική valvular)

  Επίθετο

επεξεργασία

βαλβιδικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία