↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράκρουση οι παρακρούσεις
      γενική της παράκρουσης* των παρακρούσεων
    αιτιατική την παράκρουση τις παρακρούσεις
     κλητική παράκρουση παρακρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακρούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράκρουση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράκρουση θηλυκό

  1. παίζω μουσικό όργανο και βγάζω δυσαρμονικό, παράφωνο ήχο, παραφωνώ
  2. η φαντασία πως ακούω κάτι, η ακουστική παραίσθηση, το παράκουσμα
  3. παθαίνω φρενοπάθεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία