αλαλομάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλαλομάρα | οι | αλαλομάρες |
γενική | της | αλαλομάρας | — | |
αιτιατική | την | αλαλομάρα | τις | αλαλομάρες |
κλητική | αλαλομάρα | αλαλομάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλαλομάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλαλομάρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλαλομάρα
|