Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρενοπάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φρενοπάθει
α
οι
φρενοπάθει
ες
γενική
της
φρενοπάθει
ας
των
φρενοπαθει
ών
αιτιατική
τη
φρενοπάθει
α
τις
φρενοπάθει
ες
κλητική
φρενοπάθει
α
φρενοπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρενοπάθεια
<
φρήν
ή
φρένες
+
πάσχω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φρενοπάθεια
θηλυκό
το
ψυχιατρικό
νόσημα -λέξη που σπάνια χρησιμοποιείται μετά το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα
Συνώνυμα
επεξεργασία
φρενοβλάβεια
ψυχική
διαταραχή
ψυχικό
νόσημα
ψυχιατρικό
πρόβλημα
ψυχοπάθεια
Συγγενικά
επεξεργασία
φρενοπαθής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρενοπάθεια
αγγλικά
:
insanity
(en)