↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρενοπάθεια οι φρενοπάθειες
      γενική της φρενοπάθειας των φρενοπαθειών
    αιτιατική τη φρενοπάθεια τις φρενοπάθειες
     κλητική φρενοπάθεια φρενοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρενοπάθεια < φρήν ή φρένες + πάσχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρενοπάθεια θηλυκό

  • το ψυχιατρικό νόσημα -λέξη που σπάνια χρησιμοποιείται μετά το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία