νεραϊδόπαρμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεραϊδόπαρμα < νεραϊδοπαίρνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεραϊδόπαρμα ουδέτερο
- (λαογραφία) τρέλα ή φρενοβλάβεια που (θεωρείται ότι) την προκαλούν νεράιδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεραϊδόπαρμα
|