Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράκεντρος η παράκεντρη το παράκεντρο
      γενική του παράκεντρου της παράκεντρης του παράκεντρου
    αιτιατική τον παράκεντρο την παράκεντρη το παράκεντρο
     κλητική παράκεντρε παράκεντρη παράκεντρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράκεντροι οι παράκεντρες τα παράκεντρα
      γενική των παράκεντρων των παράκεντρων των παράκεντρων
    αιτιατική τους παράκεντρους τις παράκεντρες τα παράκεντρα
     κλητική παράκεντροι παράκεντρες παράκεντρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράκεντρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paracentrique < αρχαία ελληνική παρά- + κέντρον [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾa.cen.dɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐κε‐ντρος

  Επίθετο επεξεργασία

παράκεντρος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παρά και κέντρο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία