παρακεντρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακεντρικός < παρα- + κεντρικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paracentrique[1] < αρχαία ελληνική παρά + κέντρον + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
παρακεντρικός
- που είναι παράκεντρος ή σχετίζεται με το παράκεντρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρακεντρικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)