παράκεντρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράκεντρο | τα | παράκεντρα |
γενική | του | παράκεντρου & παρακέντρου |
των | παράκεντρων & παρακέντρων |
αιτιατική | το | παράκεντρο | τα | παράκεντρα |
κλητική | παράκεντρο | παράκεντρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράκεντρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράκεντρο ουδέτερο
- σημείο που βρίσκεται παράκεντρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράκεντρο
|