↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντιέρα οι παντιέρες
      γενική της παντιέρας
    αιτιατική την παντιέρα τις παντιέρες
     κλητική παντιέρα παντιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παντιέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παντιέρα < ιταλική bandiera με αποηχηροποίηση του [b] > [p][1] < banda < φραγκικά *binda ‎(συνδέω, ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ- ‎(δένω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παντιέρα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία