σημαιάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σημαιάκι | τα | σημαιάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σημαιάκι | τα | σημαιάκια |
κλητική | σημαιάκι | σημαιάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σημαιάκι < σημαία + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σημαιάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του: σημαία
- αργκό: μικρός επίδεσμος (λόγω παρομοιότητας με την τότε σημαία ξηράς)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σημαία
σημαιάκι