μπαϊράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαϊράκι | τα | μπαϊράκια |
γενική | του | μπαϊρακιού | των | μπαϊρακιών |
αιτιατική | το | μπαϊράκι | τα | μπαϊράκια |
κλητική | μπαϊράκι | μπαϊράκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαϊράκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بیراق (τουρκική bayrak) + -ι [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.iˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ϊ‐ρά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαϊράκι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
ιδιωματικά:
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπαϊράκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπαϊράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας