παϊράκιν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παϊράκιν < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بیراق (τουρκική bayrak) + -ιν με [b] > [p] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαϊράκιν ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.