Δείτε επίσης: ιστογένεση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεογένεση οι οστεογενέσεις
      γενική της οστεογένεσης* των οστεογενέσεων
    αιτιατική την οστεογένεση τις οστεογενέσεις
     κλητική οστεογένεση οστεογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οστεογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ste.oˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οστεογένεση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οστεογένεση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. οστεογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)