Δείτε επίσης: οστεογένεση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστογένεση οι ιστογενέσεις
      γενική της ιστογένεσης* των ιστογενέσεων
    αιτιατική την ιστογένεση τις ιστογενέσεις
     κλητική ιστογένεση ιστογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιστογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.stoˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιστογένεση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιστογένεση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία