osteogeneză
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαosteogeneză (ro) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του osteogeneză
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o osteogeneză | osteogeneza | nişte osteogeneze | osteogenezele |
γενική | a unei osteogeneze | osteogenezei | a unor osteogeneze | osteogenezelor |
δοτική | unei osteogeneze | osteogenezei | unor osteogeneze | osteogenezelor |
αιτιατική | o osteogeneză | osteogeneza | nişte osteogeneze | osteogenezele |
κλητική | — | - | — | - |