οστεογονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οστεογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteogeny < αρχαία ελληνική ὀστέον + γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οστεογονία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστεογονία
|