Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθοσκοπικός η ορθοσκοπική το ορθοσκοπικό
      γενική του ορθοσκοπικού της ορθοσκοπικής του ορθοσκοπικού
    αιτιατική τον ορθοσκοπικό την ορθοσκοπική το ορθοσκοπικό
     κλητική ορθοσκοπικέ ορθοσκοπική ορθοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθοσκοπικοί οι ορθοσκοπικές τα ορθοσκοπικά
      γενική των ορθοσκοπικών των ορθοσκοπικών των ορθοσκοπικών
    αιτιατική τους ορθοσκοπικούς τις ορθοσκοπικές τα ορθοσκοπικά
     κλητική ορθοσκοπικοί ορθοσκοπικές ορθοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ορθοσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoscopic[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική orthoscopique[1] < αρχαία ελληνική ὀρθός + σκοπέω
  2. ορθοσκοπικός < ορθοσκόπιο / ορθοσκόπηση + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ορθοσκοπικός

  1. (φωτογραφία) που δεν παραμορφώνει τις αναλογίες του ειδώλου ενός αντικειμένου
  2. (ιατρική) που έχει σχέση με την ορθοσκόπηση ή το ορθοσκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 ορθοσκοπικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)