Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοσκόπηση οι ορθοσκοπήσεις
      γενική της ορθοσκόπησης* των ορθοσκοπήσεων
    αιτιατική την ορθοσκόπηση τις ορθοσκοπήσεις
     κλητική ορθοσκόπηση ορθοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορθοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοσκόπηση < ορθό + -ο- + -σκόπηση[1] ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική orthoscopy[2])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθοσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ορθοσκόπηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ορθοσκόπησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)