ορθοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoscope < αρχαία ελληνική ὀρθός + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) ενδοσκόπιο με το οποίο διενεργείται ορθοσκόπηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθοσκόπιο
|