ολοφυτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολοφυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική holophytic < αρχαία ελληνική ὅλος + φυτικός
Επίθετο επεξεργασία
ολοφυτικός, -ή, -ό
- (βιολογία) που παράγει την τροφή του μέσω της φωτοσύνθεσης, που συνθέτει τα οργανικά συστατικά του από ανόργανα
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοφυτικός