Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανόργανα < από το ουδέτερο του επιθέτου ανόργανος

  Επίρρημα επεξεργασία

ανόργανα

  • Χωρίς τη χρήση οργάνων ή εργαλείων

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ανόργανα