αυτότροφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτότροφος < αρχαία ελληνική αὐτότροφος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) autotrophe)
Επίθετο
επεξεργασίααυτότροφος
- (βιολογία) (για οργανισμό) που παράγει τις απαραίτητες οργανικές ουσίες για τη διατήρηση κι επέκταση της κατάστασής του χωρίς την κατανάλωση άλλων ζωντανών οργανισμών, π.χ. μέσω φωτοσύνθεσης
- Ετερότροφοι είναι οι οργανισμοί που χρησιμοποιούν ως τροφή οργανικές ενώσεις που βρίσκουν στο περιβάλλον, σε αντιδιαστολή με τους αυτότροφους οργανισμούς όπως τα φυτά, τα οποία παράγουν μόνα τους τα καύσιμα που χρειάζονται μέσω της φωτοσύνθεσης. (*)