Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτότροφος η αυτότροφη το αυτότροφο
      γενική του αυτότροφου της αυτότροφης του αυτότροφου
    αιτιατική τον αυτότροφο την αυτότροφη το αυτότροφο
     κλητική αυτότροφε αυτότροφη αυτότροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτότροφοι οι αυτότροφες τα αυτότροφα
      γενική των αυτότροφων των αυτότροφων των αυτότροφων
    αιτιατική τους αυτότροφους τις αυτότροφες τα αυτότροφα
     κλητική αυτότροφοι αυτότροφες αυτότροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτότροφος < αρχαία ελληνική αὐτότροφος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) autotrophe)

  Επίθετο επεξεργασία

αυτότροφος

  • (βιολογία) (για οργανισμό) που παράγει τις απαραίτητες οργανικές ουσίες για τη διατήρηση κι επέκταση της κατάστασής του χωρίς την κατανάλωση άλλων ζωντανών οργανισμών, π.χ. μέσω φωτοσύνθεσης
    Ετερότροφοι είναι οι οργανισμοί που χρησιμοποιούν ως τροφή οργανικές ενώσεις που βρίσκουν στο περιβάλλον, σε αντιδιαστολή με τους αυτότροφους οργανισμούς όπως τα φυτά, τα οποία παράγουν μόνα τους τα καύσιμα που χρειάζονται μέσω της φωτοσύνθεσης. (*)

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία