Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοζωικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολοζωικ
ός
η
ολοζωικ
ή
το
ολοζωικ
ό
γενική
του
ολοζωικ
ού
της
ολοζωικ
ής
του
ολοζωικ
ού
αιτιατική
τον
ολοζωικ
ό
την
ολοζωικ
ή
το
ολοζωικ
ό
κλητική
ολοζωικ
έ
ολοζωικ
ή
ολοζωικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολοζωικ
οί
οι
ολοζωικ
ές
τα
ολοζωικ
ά
γενική
των
ολοζωικ
ών
των
ολοζωικ
ών
των
ολοζωικ
ών
αιτιατική
τους
ολοζωικ
ούς
τις
ολοζωικ
ές
τα
ολοζωικ
ά
κλητική
ολοζωικ
οί
ολοζωικ
ές
ολοζωικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοζωικός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
holozoic
<
αρχαία ελληνική
ὅλος
+
ζωϊκός
Επίθετο
επεξεργασία
ολοζωικός
(
βιολογία
) που
τρέφεται
με άλλα
ζώα
ή
προϊόντα
τους ή
γενικά
με
οργανική
ύλη
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ολοφυτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
όλος
και
ζώο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοζωικός
αγγλικά
:
holozoic
(en)