↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοζωικός η ολοζωική το ολοζωικό
      γενική του ολοζωικού της ολοζωικής του ολοζωικού
    αιτιατική τον ολοζωικό την ολοζωική το ολοζωικό
     κλητική ολοζωικέ ολοζωική ολοζωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοζωικοί οι ολοζωικές τα ολοζωικά
      γενική των ολοζωικών των ολοζωικών των ολοζωικών
    αιτιατική τους ολοζωικούς τις ολοζωικές τα ολοζωικά
     κλητική ολοζωικοί ολοζωικές ολοζωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολοζωικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική holozoic < αρχαία ελληνική ὅλος + ζωϊκός

  Επίθετο

επεξεργασία

ολοζωικός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία