ξεκόλλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξεκόλλημα ουδέτερο
- το να αποσπάται κάτι από από ένα σημείο στο οποίο ήταν στερεωμένο με συγκολλητική ύλη
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η απόσπαση από μια έμμονη ιδέα ή κάτι που λειτουργεί δεσμευτικά κατά παρόμοιο τρόπο και περιορίζει την ελευθερία σκέψης, δράσης, επιλογής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεκόλλημα