Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκόλλημα τα ξεκολλήματα
      γενική του ξεκολλήματος των ξεκολλημάτων
    αιτιατική το ξεκόλλημα τα ξεκολλήματα
     κλητική ξεκόλλημα ξεκολλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκόλλημα < ξεκολλώ + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκόλλημα ουδέτερο

  1. το να αποσπάται κάτι από από ένα σημείο στο οποίο ήταν στερεωμένο με συγκολλητική ύλη
  2. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η απόσπαση από μια έμμονη ιδέα ή κάτι που λειτουργεί δεσμευτικά κατά παρόμοιο τρόπο και περιορίζει την ελευθερία σκέψης, δράσης, επιλογής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία