Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νυμφικός η νυμφική το νυμφικό
      γενική του νυμφικού της νυμφικής του νυμφικού
    αιτιατική τον νυμφικό τη νυμφική το νυμφικό
     κλητική νυμφικέ νυμφική νυμφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νυμφικοί οι νυμφικές τα νυμφικά
      γενική των νυμφικών των νυμφικών των νυμφικών
    αιτιατική τους νυμφικούς τις νυμφικές τα νυμφικά
     κλητική νυμφικοί νυμφικές νυμφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυμφικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νυμφικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /niɱ.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυμ‐φι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

νυμφικός


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νυμφικός νυμφική τὸ νυμφικόν
      γενική τοῦ νυμφικοῦ τῆς νυμφικῆς τοῦ νυμφικοῦ
      δοτική τῷ νυμφικ τῇ νυμφικ τῷ νυμφικ
    αιτιατική τὸν νυμφικόν τὴν νυμφικήν τὸ νυμφικόν
     κλητική ! νυμφικέ νυμφική νυμφικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νυμφικοί αἱ νυμφικαί τὰ νυμφικᾰ́
      γενική τῶν νυμφικῶν τῶν νυμφικῶν τῶν νυμφικῶν
      δοτική τοῖς νυμφικοῖς ταῖς νυμφικαῖς τοῖς νυμφικοῖς
    αιτιατική τοὺς νυμφικούς τὰς νυμφικᾱ́ς τὰ νυμφικᾰ́
     κλητική ! νυμφικοί νυμφικαί νυμφικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νυμφικώ τὼ νυμφικᾱ́ τὼ νυμφικώ
      γεν-δοτ τοῖν νυμφικοῖν τοῖν νυμφικαῖν τοῖν νυμφικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυμφικός < νύμφ(η) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

νυμφικός, -ή, -όν

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία