Δείτε επίσης: Νεώριο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεώριο τα νεώρια
      γενική του νεώριου
& νεωρίου
των νεώριων
& νεωρίων
    αιτιατική το νεώριο τα νεώρια
     κλητική νεώριο νεώρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεώριο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) λιμάνι για πολεμικά πλοία, όπου ανελκύονταν στη στεριά για προστασία ή επισκευή
  2. (ναυτικός όρος) (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε λιμάνι ή χώρος σ’ αυτό, όπου επισκευάζονται (ή/και κατασκευάζονται) πλοία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία