Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοτενής η νεοτενής το νεοτενές
      γενική του νεοτενούς* της νεοτενούς του νεοτενούς
    αιτιατική τον νεοτενή τη νεοτενή το νεοτενές
     κλητική νεοτενή(ς) νεοτενής νεοτενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοτενείς οι νεοτενείς τα νεοτενή
      γενική των νεοτενών των νεοτενών των νεοτενών
    αιτιατική τους νεοτενείς τις νεοτενείς τα νεοτενή
     κλητική νεοτενείς νεοτενείς νεοτενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοτενής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική neotenisch [1] < αρχαία ελληνική νεο- + τείνω + -ής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.o.teˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐τε‐νής

  Επίθετο επεξεργασία

νεοτενής, -ής, -ές

  1. που έχει την τάση να παραμένει ή να δείχνει νέος
     συνώνυμα: αιώνιος έφηβος, καλοστεκούμενος
     αντώνυμα: γεροντομορφικός, σιτεμένος
    • (μειωτικό) που αρνείται να αποδεχτεί την ενηλικίωση ή το γήρας
     συνώνυμα: ανώριμος, γεροντοπαλίκαρο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. neotenic - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)