↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοτενικός η νεοτενική το νεοτενικό
      γενική του νεοτενικού της νεοτενικής του νεοτενικού
    αιτιατική τον νεοτενικό τη νεοτενική το νεοτενικό
     κλητική νεοτενικέ νεοτενική νεοτενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοτενικοί οι νεοτενικές τα νεοτενικά
      γενική των νεοτενικών των νεοτενικών των νεοτενικών
    αιτιατική τους νεοτενικούς τις νεοτενικές τα νεοτενικά
     κλητική νεοτενικοί νεοτενικές νεοτενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοτενικός < νεοτεν(ία) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.o.te.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐τε‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

νεοτενικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.