νεοτενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοτενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική neotenie [1] < αρχαία ελληνική νεο- + τείνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.o.teˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐τε‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεοτενία θηλυκό
- (ανθρωπολογία) η επιβράδυνση ή καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης, η διατήρηση στην ενηλικίωση νεανικών χαρακτηριστικών, η παράταση της παιδικής ηλικίας και η καθυστέρηση την ωριμότητας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- νεοτενία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοτενία
|
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- νεοτενία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)